αγαπημένο τραγούδι, από την υπέροχη φωνή της Ελένης Δήμου
Απόπειρα παρουσίασης όσων βλέπω
Μ’ αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ’ τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια ―όχι αυτά που κρέμονται στα δέντρα της γιορτής, στη θαλπωρή των δωματίων, αλλά εκείνα που τονίζουνε την ερημία των σφαχτών στις μωβ βιτρίνες των συνοικιακών κρεοπωλείων.Τα σακατεμένα και τα μοναχικά, μ’ αρέσουν: τα ποιήματα-κοπρίτες που περπατούν κουτσαίνοντας στις σκοτεινές άκρες των λεωφόρων: αυτά που τ’ αγνοούν οι κριτικοί κι οι εκπαιδευτικοί του Μωραΐτη· που τα χτυπούν συχνά οι μεθυσμένοι οδηγοί και τα αφήνουν αβοήθητα στο δρόμο. Και τα ποιήματα-παιδάκια, όμως αγαπώ· αυτά που ενώ δεν έχουν μάθει ακόμη την αλφάβητο, μπορούν εντούτοις, με δυο λέξεις τους, να σου κολλήσουν την ψυχή στον τοίχο.Μ’ αρέσουν, πάλι, τα απελπισμένα κι όμως χαμογελαστά: τα ποιήματα-συνένοχοι· εκείνα που σου κλείνουνε με νόημα το μάτι. Που δεν σου πιάνουν την κουβέντα, δεν σ’ απασχολούν μα συνεχίζουνε το δρόμο τους αδιάφορα: τα ποιήματα-«δεν πρόκειται να σου ζητήσω τίποτε»· αυτά που χαιρετούν μόνο και φεύγουν, όπως μ’ αρέσουνε και τ’ άλλα, τα χαρούμενα, που προτιμούνε τα παιχνίδια απ’ το μάθημα καθώς και τα ποιήματα-παππούδες, γιατί ενώ γνωρίζουνε καλά το μάταιο της ζωής εντούτοις θέλουν να το ζήσουν.Δεν αγαπώ καθόλου τα ποιήματα-γεροντοκόρες που συγυρίζουν, όλη μέρα, τα δωμάτια με τις λέξεις, ούτε και τα ποιήματα-ταγιέρ, τα καθωσπρέπει. Δεν αντέχω και τα ψωνάκια: τα ποιήματα με τα πολλά αποσιωπητικά ούτε και τ’ άλλα που θεωρούν τη φύση μάνα τους κι όλο τη νοσταλγούν χωμένα πίσω απ’ τα γραφεία.Σιχαίνομαι αυτά που ονομάζονται συμβολικά, τα ποιήματα με μήνυμα, τα λεξιλάγνα και τ’ αφασικά· τα ποιήματα-κυρίες με αλτσχάιμερ. Ούτε και τις συνθέσεις τις μεγάλες αγαπώ: τα ποιήματα-Μπεν Χουρ, αυτούς τους λεκτικούς χειμάρρους που ’ναι γραμμένοι κυρίως για τους κριτικούς κι ας παριστάνουν τους ινστρούχτορες που ενδιαφέρονται για το καλό του κόσμου.Από την άλλη δεν μπορώ και τα διστακτικά: τα ποιήματα-σαντάλια με καλτσάκι ούτε και τα ποιήματα-στρατιωτικό αμπέχωνο και δήθεν Τσε Γκεβάρα, μεσημέρι στη «Λυκόβρυση».Δεν μου αρέσουν τα σοφά που ’ναι γραμμένα από νέους ούτε και τα νεανικά που τα ’χουν γράψει γέροι. Μου γυρίζουν τ’ άντερα τα δήθεν οικολογικά, τα ερωτικά-«καϊμάκι με πολύ σιρόπι» καθώς κι εκείνα που εκλιπαρούν τη γνώμη του αναγνώστη.Ούτε και τα δικά μου αγαπώ. Μ’ αρέσουν μόνο εκείνα που μου αντιστάθηκαν: αυτά που δεν κατάφερα ποτέ να γράψω. Γι’ αυτό και τα ποιήματα που ζούνε έξω απ’ τα βιβλία αγαπώ: εκείνα που ποτέ δε νοιάστηκαν αν μου αρέσουν. Αυτά που περπατούν αδιάφορα, έξω στο δρόμο, με τα χέρια στις τσέπες και μ’ έχουνε, έτσι κι αλλιώς, χεσμένο.
"Τα ποιήματα στο δρόμο", περιοδικό η Λέξη, Σεπτέμβρης - Οκτώβρης 1998
τρομάζω εύκολα στο σύμπαν του οίκου·λες κι ό,τι πίστεψα αιώνιο επιστρέφει τώρα κήπος ασώματος και μοναχά το άρωμα.
Απ' τα θεμέλια εγείρομαικι ανοίγω την ντουλάπααυτή την άλλη εντοιχισμένη Άρτεμημε τα θηράματα της ρούχα εποχής και ντύνομαι σαν κάποιος καλεσμένος να 'ρθει.Δεν έχω άλλη συντροφιά έξω από μένα.(Λες και μετακινούμαι εγώ)αλλάζω θέση στα έπιπλα,τυφλές θεότητες οδηγημένες από ιερούς ιστούς αράχνης, αποκόβω κόσμο της πίστης και της προσφοράςγια να 'ναι όλα της φθοράς.Τίποτα δε θα μ' ακολουθήσει στο θάνατο.Ούτε καν ένα πανέρι λέξεις.Ούτε καν ο καθρέφτης ο ατομικός,κάποτε μου έσωσε το πρόσωπο από μνηστήρων πλήθος.Όλ' ανεξέλεγκτα ως και τα μικράπαίρνοντας θέση αργά μα σταθεράστο ευγενές απέραντοείμαι μια κατοικίδια ποιήτρια,δεν ξέρω τι είναι γνώσηόμως ό,τι ονειρεύομαι είναι σοφό.Μέσα από κάμαρες πέρασα, κύμακαι λιγοστό αλάτι άφησα στην τράπεζα της γης.Ας με κρίνει η θάλασσα.
Αθηνά Παπαδάκη - "Λόγος για λίγα τετραγωνικά''
Τα άλογα του Αχιλλέως Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος,άρχισαν τ' άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως·η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσεγια του θανάτου αυτό το έργον που θωρούσε.Τίναζαν τα κεφάλια των και τες μακρυές χαίτες κουνούσαν,την γη χτυπούσαν με τα πόδια, και θρηνούσαντον Πάτροκλο που ενοιώθανε άψυχο -αφανισμένο-μιά σάρκα τώρα ποταπή -το πνεύμα του χαμένο-ανυπεράσπιστο -χωρίς πνοή-εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμένο απ' την ζωή.
Τα δάκρυα είδε ο Ζεύς των αθανάτωναλόγων και λυπήθη. «Στου Πηλέως τον γάμο»είπε «δεν έπρεπ' έτσι άσκεπτα να κάμω·καλύτερα να μην σας δίναμε άλογά μουδυστυχισμένα! Τι γυρεύατ' εκεί χάμουστην άθλια ανθρωπότητα πούναι το παίγνιον της μοίρας.Σεις που ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ το γήραςπρόσκαιρες συμφορές σας τυραννούν. Στα βάσανά τωνσας έμπλεξαν οι άνθρωποι». -Όμως τα δάκρυά τωνγια του θανάτου την παντοτεινήτην συμφοράν εχύνανε τα δυό τα ζώα τα ευγενή.Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Την έλαβα με email σήμερα το πρωί, ενώ είναι νομίζω λίγο πολύ γνωστή σε πολλούς είπα να την καρφιτσώσω εδώ να υπάρχει. Γλυκιά καλημέρα
Μια μέρα συγκεντρώθηκαν σε κάποιο μέρος της γης όλα τα συναισθήματα και όλες οι αξίες του ανθρώπου.Η Τρέλα,αφού συστήθηκε 3 φορές στην Ανία,της πρότεινε να παίξουν κρυφτό.Το Ενδιαφέρον σήκωσε το φρύδι και περίμενενα ακούσει,ενώ η Περιέργεια χωρίς να μπορεί να κρατηθεί ρώτησε:"Τι είναι το κρυφτό;"Ο Ενθουσιασμός άρχισε να χορεύει παρέα με την Ευφορία και η Χαρά άρχισε να πηδάει πάνω κάτω για να καταφέρει να πείσει το Δίλημμα και τηνΑπάθεια -την οποία δεν την ενδιέφερε ποτέ τίποτα- να παίξουν κι αυτοί. Αλλά υπήρχαν πολλοί που δεν ήθελαν να παίξουν:Η Αλήθεια δεν ήθελε να παίξει γιατί ήξερε ότι ούτως ή άλλως κάποια στιγμή θα την αποκάλυπταν, η Υπεροψία έβρισκε το παιχνίδι χαζό και ηΔειλία δεν ήθελε να ρισκάρει.'Ένα, δύο, τρία, άρχισε να μετράει η Τρέλα.Η πρώτη που κρύφτηκε ήταν η Τεμπελιά. Μιας και βαριόταν κρύφτηκε στον πρώτο βράχο που συνάντησε.Η Πίστη πέταξε στους ουρανούς και η Ζήλια κρύφτηκε στην σκιά του Θριάμβου,ο oποίος με την δύναμη του κατάφερε να σκαρφαλώσει στο πιο ψηλό δέντρο.Η Γενναιοδωρία δεν μπορούσε να κρυφτεί γιατί κάθε μέρος που έβρισκε της φαινόταν υπέροχο μέρος για να κρυφτεί κάποιος άλλος φίλος της οπότε τηνάφηνε ελεύθερη. Και έτσι η Γενναιοδωρία κρύφτηκε σε μια ηλιαχτίδα.Ο Εγωισμός αντιθέτως βρήκε αμέσως κρυψώνα ένα καλά κρυμμένο και βολικόμέρος μόνο για αυτόν.Το Ψέμα πήγε και κρύφτηκε στον πάτο του ωκεανού.Το Πάθος και ο Πόθος κρύφτηκαν μέσα σε ένα ηφαίστειο.Ο Έρωτας δεν είχε βρει ακόμη κάπου να κρυφτεί. Έβρισκε όλες τις κρυψώνες πιασμένες, ώσπου βρήκε ένα θάμνο από τριαντάφυλλα και κρύφτηκε εκεί.....1000, μέτρησε η Τρέλα και άρχισε να ψάχνει.Την πρώτη που βρήκε ήταν η Τεμπελιά αφού δεν είχε κρυφτεί και πολύ μακριά.Μετά βρήκε την Πίστη που μίλαγε στον ουρανό με τον Θεό για θεολογία.Ένιωσε τον ρυθμό του Πόθου και του Πάθους στο βάθος του ηφαιστείου και αφού βρήκε την Ζήλια δεν ήταν καθόλου δύσκολο να βρει και τον Θρίαμβο.Βρήκε πολύ εύκολα το Δίλημμα που δεν είχε ακόμη αποφασίσει που να κρυφτεί.Σιγά-σιγά τους βρήκε όλους εκτός από τον Έρωτα.Η Τρέλα έψαχνε παντού,πίσω από κάθε δένδρο, κάτω από κάθε πέτρα, σε κάθε κορφή βουνού, μα τίποτα.Όταν ήταν σχεδόν έτοιμη να τα παρατήσει βρήκε ένα θάμνο από τριαντάφυλλα και άρχισε να τον κουνάει νευρικά ώσπου άκουσε ένα βογκητό πόνου.Ήταν ο Έρωτας που τα αγκάθια από τα τριαντάφυλλα του είχαν πληγώσει τα μάτια.Η Τρέλα δεν ήξερε πως να επανορθώσει, έκλαιγε, ζήταγε συγνώμη και στο τέλος υποσχέθηκε να γίνει ο οδηγός του Έρωτα.Κι έτσι από τότε ο Έρωτας είναι πάντα τυφλός και η Τρέλα πάντα τον συνοδεύει.
Ελλάδα ένας ευλογημένος τόπος, αξέχαστες αποδράσεις χρυσά ηλιοβασιλέματα. Πανέμορφο video ίσως και το καλύτερο που έχω δει.
Che fece .... il gran rifiuto
Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέραπου πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Οχινα πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχειέτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέραπηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλειεκείνο το όχι -- το σωστό -- εις όλην την ζωή του.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (1901)